έκταμα

έκταμα
τό
1) длина, на которую можно растянуть, вытянуть (что-л.); 2) мор. длина цепи якоря

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "έκταμα" в других словарях:

  • ἔκταμα — extent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκταμα — το (Α ἔκταμα) το αποτέλεσμα τού εκτείνω*, η έκταση, το μήκος κατά το οποίο εκτείνεται κάτι νεοελλ. ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα τής άγκυρας τού πλοίου, αλλιώς κάθεμα*, κν. καλούμο* …   Dictionary of Greek

  • ἔκταμ' — ἔκταμα , ἔκταμα extent neut nom/voc/acc sg ἔκταμε , ἐκτέμνω cut out aor imperat act 2nd sg ἔκταμε , ἐκτέμνω cut out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθεμα — το (Α κάθεμα και κάθημα) [καθίημι] νεοελλ. ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα ποντισμένης άγκυρας πλοίου, κν. καλούμο, αλλ. έκταμα αρχ. κυρίως, αυτό που έχει αφεθεί προς τα κάτω και ειδ. το περιδέραιο …   Dictionary of Greek

  • καλούμο — το ναυτ. το μήκος τής αλυσίδας ποντισμένης άγκυρας, αλλ. έκταμα, κάθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caluma] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»